ἀνατρεπτικός — turning upside down masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατρεπτικός — ή, ό 1. οικανός για ανατροπή, επαναστατικός: Οι ανατρεπτικές ενέργειες των γνωστών κύκλων έπεσαν στο κενό. 2. αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει κάτι: Η απόφαση του δικαστηρίου έτασσε ανατρεπτική προθεσμία δυο μηνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνατρεπτικά — ἀνατρεπτικός turning upside down neut nom/voc/acc pl ἀνατρεπτικά̱ , ἀνατρεπτικός turning upside down fem nom/voc/acc dual ἀνατρεπτικά̱ , ἀνατρεπτικός turning upside down fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρεπτικῶν — ἀνατρεπτικός turning upside down fem gen pl ἀνατρεπτικός turning upside down masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρεπτικόν — ἀνατρεπτικός turning upside down masc acc sg ἀνατρεπτικός turning upside down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρεπτικώτατον — ἀνατρεπτικός turning upside down masc acc superl sg ἀνατρεπτικός turning upside down neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρεπτικοῖς — ἀνατρεπτικός turning upside down masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρεπτικοί — ἀνατρεπτικός turning upside down masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρεπτικοῦ — ἀνατρεπτικός turning upside down masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατρεπτικῆς — ἀνατρεπτικός turning upside down fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)